Τα χέρια σηκώνονται και σχηματίζουν με δύο δάκτυλα το σήμα της νίκης. Χαμόγελα και πάθος, αποφασιστικότητα στο βλέμμα. Μα και κάποιοι σκύβουν σκεπτικοί. Ήδη νοιώθουν το βάρος της απόφασής τους. Σκέφτονται τους δικούς τους που ίσως να μη ξαναδούν. Τα όνειρά τους που θα μείνουν ανεκπλήρωτα. Απλά, ανθρώπινα όνειρα. Γιατί, μονάχα ένας άνθρωπος τίμιος κι αξιοπρεπής, που μπορεί να κάνει απλά όνειρα μιας βιώσιμης ζωής, μπορεί να επιλέξει το θάνατο για να υπερασπίσει αυτό το δικαίωμά του. Όχι ένας ληστής. Ένας κλέφτης θα κλέψει και ένας ζητιάνος θα ζητιανέψει.237 άνθρωποι ξεκίνησαν από τα Χανιά, μικροί άνθρωποι, 300 Δαβίδ στο σύνολό τους όλοι κι όλοι. Νέοι και μεγαλύτεροι σε ηλικία. Δίχως Λεωνίδα, φυλούν Θερμοπύλες. Η απόφασή τους είναι: ελευθερία ή θάνατος. Κι είναι μετανάστες. «Ξένοι» δηλαδή.
Ο Μέγας Ιεροεξεταστής του Ντοστογιέφσκι, είχε συλλάβει τον Ιησού. Η εξουσία του επί της γης που έκανε την επανεμφάνισή του ο Υιός του Θεού ήταν τέτοια, που το πλήθος παραμέρισε όταν εμφανίστηκε η φρουρά του. Σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο που τον φυλάκισε, διαπίστωνε φωναχτά την άποψή του μπροστά Του πως ο ερχομός στη γη μια δεύτερη φορά ήταν μία λανθασμένη απόφαση. Αναρωτιότανε πάνω στην υφή των πειρασμών. Τους επαναλαμβάνει: στην έρημο, είχε πει το πονηρό πνεύμα: βλέπεις αυτές τις πέτρες, κάνε τες ψωμιά και η ανθρωπότητα θα τρέξει από πίσω Σου σαν κοπάδι. Μα συ δε θέλησες να στερήσεις απ’ τον άνθρωπο την ελευθερία κι απόρριψες την προσφορά γιατί σκέφτηκες: «Τι ελευθερία θα ‘ναι αυτή όταν η υπακοή θα εξαγοραστεί με ψωμιά;»
Ο Ντοστογιέφσκι, μέσω του Ιεροεξεταστή του διαπιστώνει: «Το ξέρεις πως θα περάσουν αιώνες και αιώνες και η ανθρωπότητα θα διακηρύξει με το στόμα της Σοφίας και της Επιστήμης της πως έγκλημα δεν υπάρχει, και πως συνεπώς δεν υπάρχει και αμαρτία και πως υπάρχουν μόνο πεινασμένοι; «Χόρτασέ τους και τότε μονάχα να τους ζητάς αρετή».
Ο Μέγας Ιεροεξεταστής είχε λάθος. Η αρετή δεν ανήκει στους χορτάτους. Όχι σε αυτούς που προσκυνούνε όποιον τους δώσει το ψωμί. Σ’ όποιον τους τάζει πως θα τους δώσει ψωμί. Αυτοί που προσπαθούν να διαφυλάξουν το ψωμί τους μπορεί να θυσιάσουν τις ζωές των άλλων για να το κρατήσουν, αλλά όχι τις δικές τους. Θα βρούνε ένοχους και θα υποκύψουν στον επόμενο που θα τους τάξει ψωμί, μα δε θα πολεμήσουν. Θα ζητήσουν ευθύνες και θα καταδικάσουν. Θα φυλακίσουν. Δε θ’ αγωνιστούν, θα ζητιανέψουν. Γιατί θα είναι μόνοι. Γιατί δε θα είναι ελεύθεροι. Αυτοί είναι οι «ξένοι» προς την ελευθερία.
Αρετή λοιπόν κι ελευθερία. Όχι ψωμί. Αξιοπρέπεια. Οι φτωχοί, δίχως καμία προστασία και με μόνο όπλο τους την αλληλεγγύη, οι δίχως ψωμί «ξένοι» της χώρας αυτής, 237 από Χανιά – 300 σε όλη την Ελλάδα, εδώ και 4 μήνες συρρέουν σε συνελεύσεις για να συζητήσουν και ν’ αποφασίσουν για την ύστατη μάχη μέχρι θανάτου. 3 φορές κάθε εβδομάδα πηγαίνανε σε καθορισμένους τόπους στα Χανιά και συζητούσαν. Παθιασμένα αλλά και ήρεμα. Δημοκρατικά. Συζητούσαν ως ελεύθεροι άνθρωποι. Για το πώς θα ακουστεί η φωνή τους. Σε μια απόφαση που δεν υπήρχε τρόπος ν’ αλλάξει. Πολλοί προσπάθησαν να τους μεταπείσουν, αλλά η απόφαση είχε παρθεί εξαρχής.
Οι σύμμαχοί τους λίγοι. Ενάντιά τους όλες οι ιδιαιτερότητες της εποχής μας. Η επέλαση μίας οικονομικής βαρβαρότητας. Πολιτικοί που δε μπορούν να κάνουν ρήξεις και συνεχίζουν να λειτουργούν διαχειριστικά στα πλαίσια μίας πραγματικότητας που γίνεται όλο και περισσότερο βάρβαρη επειδή παραμένει διαχειριστική. Στην οποία ο μετανάστης – αυτός δηλαδή που έχει το λιγότερο ψωμί – θεωρείται όλο και περισσότερο προβληματικός και η παρουσία του «μη οικονομική» – ανεπιθύμητη. Σε έναν κόσμο «παγκοσμιοποίησης», διαχειριστικά πλέον, «δε συμφέρει». Το «ψωμί» λιγοστεύει για τους πολλούς και αυξάνει για τους πολύ λίγους. Και για το «ψωμί» θυμούνται την κακόμοιρη πατρίδα…
Σε αυτή τη νέα επέλαση των βαρβάρων οι 300 που πρόκειται να ξεκινήσουν σήμερα 25 Ιανουαρίου την απεργία πείνας δίνουν τη μάχη τους, στήνουν φράγμα με τις ζωές τους, φτιάχνουν τις δικές τους «Θερμοπύλες» για την ελευθερία τους αλλά και τη δική μας. Σε μια μάχη που μοιάζει βέβαια χαμένη. Δίχως λόγο να δοθεί. Όπως ο Λεωνίδας με τους 300 τους ενάντια στις στρατιές του Ξέρξη. Κι Εφιάλτες αυτή τη φορά υπάρχουν πολλοί…
Δεν είναι όμως η ελπίδα της νίκης που τους συντηρεί. Δεν υπολογίζουν και δε βγάζουν κομπιουτεράκι για να μετρήσουν τις πιθανότητές τους. Είναι η βεβαιότητα πως έχουν δίκιο. Είναι η πίστη τους πως έχουν το δικαίωμα να υπερασπιστούν το δίκαιό τους. Για ν’ αποδείξουν έτσι πως έχουν φωνή, πως υπάρχουν, και πως ενάντια στην κυρίαρχη ρητορική που τους κατατάσσει σε κάτι λιγότερο από ανθρώπους, σε περιττούς περίπου και αναλώσιμους, σε μια λογική περικοπής και «περιτομής», αυτοί οι φτωχοί ανυψώνονται πάνω από όλους τους υπόλοιπους. Όχι για να αποδείξουν πως είναι ανώτεροι. Αλλά πως είναι ίσοι. Αναλαμβάνουν την ευθύνη που τους αντιστοιχεί.
Και αν στη ζωή δεν το καταφέρουν αυτό, τότε επιθυμούν να δώσουν στους υπόλοιπους να το κατανοήσουν με το θάνατό τους. Για να ενώσουν τον κόσμο. Όχι για να τον χωρίσουν. Γιατί αυτό είναι η απεργία πείνας.
Κάθε άνθρωπος – ανεξαρτήτως πολιτικών πιστεύω – σε μία τέτοια μάχη του Ανθρώπου, δε μπορεί παρά να σκεφθεί διπλά πριν καταδικάσει. Γιατί αυτή η μάχη έχει κάτι το ηρωικό και ελπιδοφόρο για όλους μας. Όσοι έχουν μάτια, το βλέπουν…
Γιάννης Αγγελάκης
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη Χανιώτικη εφημερίδα "Αγώνας της Κρήτης" και αναδημοσιεύτηκε από το tvxs.gr